Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ τεθαυματουργημένα

См. также в других словарях:

  • τεθαυματουργημένα — θαυμασιουργέω perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθαυματουργημένᾱ , θαυμασιουργέω perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθαυματουργημένᾱ , θαυμασιουργέω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) θαυματουργέω work wonders perf part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»